αεροΰφαντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αεροΰφαντος η αεροΰφαντη το αεροΰφαντο
      γενική του αεροΰφαντου της αεροΰφαντης του αεροΰφαντου
    αιτιατική τον αεροΰφαντο την αεροΰφαντη το αεροΰφαντο
     κλητική αεροΰφαντε αεροΰφαντη αεροΰφαντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αεροΰφαντοι οι αεροΰφαντες τα αεροΰφαντα
      γενική των αεροΰφαντων των αεροΰφαντων των αεροΰφαντων
    αιτιατική τους αεροΰφαντους τις αεροΰφαντες τα αεροΰφαντα
     κλητική αεροΰφαντοι αεροΰφαντες αεροΰφαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αεροΰφαντος < αέρας + -ο- + υφαντός

Επίθετο[επεξεργασία]

αεροΰφαντος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]