Μετάβαση στο περιεχόμενο

αεροδίκης

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεροδίκης οι αεροδίκες
      γενική του αεροδίκη των αεροδικών
    αιτιατική τον αεροδίκη τους αεροδίκες
     κλητική αεροδίκη αεροδίκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεροδίκης < αέρ(ας) + -ο- + -δίκης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αεροδίκης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]