αεροδικείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροδικείο < αερο- + -δικείο, κατά το στρατοδικείο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροδικείο ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος, νομικός όρος στρατιωτικό δικαστήριο για τους οπλίτες και αξιωματικούς της πολεμικής αεροπορίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροδικείο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αερο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δικείο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)