αερολόγο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αερολογώ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ae.ɾoˈlo.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρο‐λό‐γο
τονικό παρώνυμο: αερολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

αερολόγο αρσενικό