αερομαχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αερομαχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀερομαχία, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική air battle [1] Μορφολογικά, αερο- + -μαχία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.maˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐μα‐χί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αερομαχία θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) η εμπλοκή σε μάχη δυο ή περισσότερων εχθρικών μαχητικών στον αέρα σε κοντινή απόσταση με ή χωρίς εξαπόλυση πυρών μεταξύ τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αερομαχία
[επεξεργασία]
- ↑ αερομαχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αερο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μαχία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)