Μετάβαση στο περιεχόμενο

αεροναυπηγική

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροναυπηγική οι αεροναυπηγικές
      γενική της αεροναυπηγικής των αεροναυπηγικών
    αιτιατική την αεροναυπηγική τις αεροναυπηγικές
     κλητική αεροναυπηγική αεροναυπηγικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεροναυπηγική < αεροναυπηγ(ός) + -ική, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική aircraft construction[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.e.ɾo.naf.pi.ʝiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεροναυπηγική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αεροναυπηγική θηλυκό

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις ναυπηγός και αερο-

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]