αεροναυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροναυτικός < αερο- + ναυτικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aéronaval[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.na.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐ναυ‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αεροναυτικός, -ή, -ό
- (αεροπορικός όρος) σχετικός με την αεροναυτική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροναυτικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αεροναυτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αερο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)