αεροναυτιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροναυτιλία < αερο- + ναυτιλία και μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική air navigation[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɛ.ɾɔ.na.ftiˈli.a/
- συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐ναυ‐τι‐λί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροναυτιλία θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) οι γνώσεις και η τεχνική πλοήγησης και ελέγχου αεροσκαφών
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αεροναυτιλιακός
- αεροναυτίλος
- → δείτε τις λέξεις αέρας και ναύτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροναυτιλία
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.