αεροπειρατίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροπειρατίνα < θηλυκό του αεροπειρατής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροπειρατίνα θηλυκό
- αυτή που προσπαθεί να αποκτήσει βίαια τον έλεγχο αεροσκάφους
- → δείτε τη λέξη αεροπειρατής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροπειρατίνα