αεροστεγανότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αεροστεγανότητα < αερο- + στεγανότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική airtightness)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αεροστεγανότητα θηλυκό
- (τεχνολογία) η ικανότητα υλικού ή κατασκευής να αποτρέπει τη διείσδυση ή διαφυγή αέρα, διασφαλίζοντας στεγανότητα και ενεργειακή απόδοση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αεροστεγανότητα
Πηγές
[επεξεργασία]- αεροστεγανότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αεροστεγανότητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αερο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)