Μετάβαση στο περιεχόμενο

αεροστεγανότητα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροστεγανότητα οι αεροστεγανότητες
      γενική της αεροστεγανότητας των αεροστεγανοτήτων
    αιτιατική την αεροστεγανότητα τις αεροστεγανότητες
     κλητική αεροστεγανότητα αεροστεγανότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αεροστεγανότητα < αερο- + στεγανότητα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική airtightness)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αεροστεγανότητα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]