αεροσυμπιεστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροσυμπιεστής < σύνθετη λέξη: αερο- + συμπιεστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροσυμπιεστής αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροσυμπιεστής