αεροτοπογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροτοπογραφία < αερο- + τοπογραφία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aerial survey)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροτοπογραφία θηλυκό
- τοπογραφική απεικόνιση με τη χρήση ιπτάμενων μέσων ή άλλων παρόμοιων εξ αποστάσεως τρόπων
[επεξεργασία]
- αεροτοπογράφηση
- αεροτοπογραφικός
- αεροτοπογράφος
- → δείτε τις λέξεις αέρας και τοπογραφία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
αεροτοπογραφία στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροτοπογραφία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αερο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)