αεροφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροφαγία < αερο- (< αέρας) + -φαγία < αγγλική aerophagia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό
- (ιατρική) η χρόνια κατάποση αέρα κατά τη διάρκεια του φαγητού, η οποία οφείλεται σε παθολογικά αίτια