αεροφωτογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροφωτογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aerophotography < αέρας + φωτογραφία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροφωτογραφία θηλυκό
- φωτογραφία που παίρνεται από ένα αεροπλάνο· (γενικότερα) οποιαδήποτε φωτογραφία που είναι τραβηγμένη στον αέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροφωτογραφία