αερόσακος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ανοιγμένος αερόσακος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αερόσακος οι αερόσακοι
      γενική του αερόσακου των αερόσακων
    αιτιατική τον αερόσακο τους αερόσακους
     κλητική αερόσακε αερόσακοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αερόσακος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική airbag

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.eˈɾo.sa.kos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αερόσακος αρσενικό

  1. σύστημα παθητικής ασφάλειας στο αυτοκίνητο. Αποτελείται από πλαστικό σάκο που τοποθετείται συμπιεσμένος στο τιμόνι του αυτοκινήτου ή στο ταμπλό μπροστά από τη θέση του συνοδηγού ή και στα πλαϊνά των καθισμάτων ή και στα πλαϊνά του εσωτερικού της οροφής ή και στα πίσω καθίσματα. Όταν συμβεί σύγκρουση του αυτοκινήτου με άλλο όχημα, χάρη σε ηλεκτρικούς ανιχνευτές, πυροδοτείται ο μηχανισμός και ο σάκος φουσκώνει αυτόματα και σε ελάχιστα χιλιοστά του δευτερολέπτου με αζίδιο του Νατρίου, προστατεύοντας, έτσι, τους επιβαίνοντες, καθώς απορροφά την κινητική τους ενέργεια
    μετά τη σύγκρουση όλοι βγήκαν σώοι, χάρη στη ζώνη ασφαλείας και τους αερόσακους που άνοιξαν

Μεταφράσεις[επεξεργασία]