αερόστρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αερόστρωμνο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερόστρωμα τα αεροστρώματα
      γενική του αεροστρώματος των αεροστρωμάτων
    αιτιατική το αερόστρωμα τα αεροστρώματα
     κλητική αερόστρωμα αεροστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αερόστρωμα < αερό- + στρώμα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική air mattress (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.eˈɾo.stro.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρό‐στρω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αερόστρωμα ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • αερόστρωμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)