αζήτητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αζήτητα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αζήτητος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αζήτητα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αυτά που κανείς δεν τα ζήτησε, δεν τα χρειάστηκε, δεν τα επιθύμησε
- απωλεσθέντα αντικείμενα που μένουν σε κάποια αποθήκη χωρίς κανείς να τα ζητήσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αζήτητα
|