αζήτητο εμπόρευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αζήτητο εμπόρευμα < → δείτε τις λέξεις αζήτητος και εμπόρευμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈzi.ti.to emˈbo.re.vma/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

αζήτητο εμπόρευμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]