αζαλέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Αζαλέα από την Ιαπωνία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αζαλέα οι αζαλέες
      γενική της αζαλέας των αζαλεών
    αιτιατική την αζαλέα τις αζαλέες
     κλητική αζαλέα αζαλέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αζαλέα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αζαλέα θηλυκό

  • (λουλούδι) καλλωπιστικό θαμνώδες φυτό που ανήκει στο γένος Rhododendron

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]