αζωγράφιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αζωγράφιστος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν ζωγραφίσει (για επιφάνεια ή θέμα)
αζωγράφιστος, -η, -ο