αζύμωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αζύμωτος η αζύμωτη το αζύμωτο
      γενική του αζύμωτου της αζύμωτης του αζύμωτου
    αιτιατική τον αζύμωτο την αζύμωτη το αζύμωτο
     κλητική αζύμωτε αζύμωτη αζύμωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αζύμωτοι οι αζύμωτες τα αζύμωτα
      γενική των αζύμωτων των αζύμωτων των αζύμωτων
    αιτιατική τους αζύμωτους τις αζύμωτες τα αζύμωτα
     κλητική αζύμωτοι αζύμωτες αζύμωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αζύμωτος < α- στερητικό + ζυμώνω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αζύμωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει ζυμωθεί ακόμη
    το ψωμί είναι ακόμα αζύμωτο, πρέπει να αρχίσουμε το ζύμωμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]