αηδονάκι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αηδονάκι | τα | αηδονάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | αηδονάκι | τα | αηδονάκια |
| κλητική | αηδονάκι | αηδονάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αηδονάκι < αηδόν(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ai̯.ðoˈna/ και /ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αη‐δο‐νά‐κι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αηδονάκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρό ή νεαρό αηδόνι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αηδόνι
αηδονάκι
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)