αθάμβωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αθάμβωτος
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του αθάμπωτος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη θάμβος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθάμβωτος
|