αθάνατοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθάνατοι < ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός του επιθέτου αθάνατος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αθάνατοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. οι θεοί στο σύνολό τους, ιδίως οι Ολύμπιοι θεοί
  2. τα μέλη της Ακαδημίας
  3. τα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής
  4. στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από επίλεκτους στρατιώτες του περσικού στρατού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]