αθέτηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθέτηση | οι | αθετήσεις |
γενική | της | αθέτησης* | των | αθετήσεων |
αιτιατική | την | αθέτηση | τις | αθετήσεις |
κλητική | αθέτηση | αθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθέτηση < (ελληνιστική κοινή) ἀθέτησις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αθέτηση θηλυκό
- η ενέργεια του αθετώ, η μη τήρηση (υπόσχεσης, συμφωνίας, υποχρέωσης, όρου κλπ)
- η θεώρηση ενός τμήματος κειμένου από αρχαίο χειρόγραφο ως νόθου