Μετάβαση στο περιεχόμενο

αθαμβής

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀθαμβής, αθάμβωτος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθαμβής η αθαμβής το αθαμβές
      γενική του αθαμβούς* της αθαμβούς του αθαμβούς
    αιτιατική τον αθαμβή την αθαμβή το αθαμβές
     κλητική αθαμβή(ς) αθαμβής αθαμβές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθαμβείς οι αθαμβείς τα αθαμβή
      γενική των αθαμβών των αθαμβών των αθαμβών
    αιτιατική τους αθαμβείς τις αθαμβείς τα αθαμβή
     κλητική αθαμβείς αθαμβείς αθαμβή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αθαμβής < αρχαία ελληνική ἀθαμβής

Επίθετο

[επεξεργασία]

αθαμβής

  1. (λόγιο) που δεν θαμβώνεται
  2. (μεταφορικά) (λόγιο) άφοβος, ατάραχος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]