αθανατίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀθανατίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθανατίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀθανατίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αθανατίζω (παθητική φωνή: αθανατίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]