αθεωρήτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθεωρήτως < αθεώρητος

Επίρρημα[επεξεργασία]

αθεωρήτως και αθεώρητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]