αθηναίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αθηναίος | οι | αθηναίοι |
γενική | του | αθηναίου | των | αθηναίων |
αιτιατική | τον | αθηναίο | τους | αθηναίους |
κλητική | αθηναίε | αθηναίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθηναίος < Αθηναίος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.θiˈne.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θη‐ναί‐ος
- τονικό παρώνυμο: Αθήναιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αθηναίος αρσενικό (θηλυκό αθηναία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Αθήνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθηναίος
|