αθηναιοβυζαντινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αθηναιοβυζαντινός < Αθηναί(ος) + -ο- + βυζαντινός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.θi.ne.o.vi.zan.diˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θη‐ναι‐ο‐βυ‐ζα‐ντι‐νός
Επίθετο[επεξεργασία]
αθηναιοβυζαντινός, -ή, -ό
- (παρωχημένο) που έχει σχεση με την Αθήνα και το Βυζάντιο