αθιβόλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αθιβόλι | τα | αθιβόλια |
γενική | του | αθιβολιού | των | αθιβολιών |
αιτιατική | το | αθιβόλι | τα | αθιβόλια |
κλητική | αθιβόλι | αθιβόλια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αθιβόλι < μεσαιωνική ελληνική ἀνθοβόλιν < ελληνιστική κοινή ἀντίβολον < αρχαία ελληνική ἀντιβάλλω < βάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αθιβόλι ουδέτερο
- το ανθιβόλιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αθιβόλι
→ δείτε τη λέξη ανθιβόλιο |