αθκιασερός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθκιασερός < κυπριακή προφορά του αδειασερός (άδειος), (Χρειάζεται επεξεργασία)που ως εκ τούτου έχει χώρο ή χρόνο για άλλα, ο εύκαιρος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αθκιασερός αρσενικό