αθροίσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθροίσιμος η αθροίσιμη το αθροίσιμο
      γενική του αθροίσιμου της αθροίσιμης του αθροίσιμου
    αιτιατική τον αθροίσιμο την αθροίσιμη το αθροίσιμο
     κλητική αθροίσιμε αθροίσιμη αθροίσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθροίσιμοι οι αθροίσιμες τα αθροίσιμα
      γενική των αθροίσιμων των αθροίσιμων των αθροίσιμων
    αιτιατική τους αθροίσιμους τις αθροίσιμες τα αθροίσιμα
     κλητική αθροίσιμοι αθροίσιμες αθροίσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθροίσιμος < θέμα αθροίσ- από το αθροίζω + -ιμος. Η ελληνιστική λέξη ἀθροίσιμος, επίθετο, για ημέρα που συγκεντρώνονται οι πιστοί.[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈθɾi.si.mos/

Επίθετο[επεξεργασία]

αθροίσιμος

  1. που μπορεί να προστεθεί, να αθροιστεί
    αθροίσιμα μεγέθη
  2. (μαθηματικά) (για ακολουθία) Μία ακολουθία λέγεται αθροίσιμη αν και μόνο αν η ακολουθία συγκλίνει.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]