αθωώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθωώνω < αθώος + -ώνω παθητική φωνή αθωώνομαι μετοχή παθ. παρακειμ. αθωωμένος

Ρήμα[επεξεργασία]

αθωώνω

το Εφετείο τον αθώωσε παμψηφεί

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]