αιγκρέτα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιγκρέτα | οι | αιγκρέτες |
| γενική | της | αιγκρέτας | — | |
| αιτιατική | την | αιγκρέτα | τις | αιγκρέτες |
| κλητική | αιγκρέτα | αιγκρέτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιγκρέτα < (λόγιο δάνειο) γαλλική aigrette
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈgɾe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐γκρέ‐τα

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιγκρέτα θηλυκό
- (ενδυμασία) μη απλοποιημένη, παρωχημένη γραφή του εγκρέτα
- ※ Τοῦ ἔβανε πλάκα ὅλα τὰ παράσημα, τοῦ κάρφωνε στὸ τρικαντὸ καὶ τὴν αἰγκρέτα ποὺ τοῦ εἴχε χαρίσει ὁ Σουλτάνος καὶ τὸν ἔβγανε ἔξω, τὸν περιέφερε στὰ σαλόνια καὶ τὸν ἔκανε εὐτυχισμένο καὶ γελοῖο.
- 1939 Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία
- ※ Στη θαλασσιά τόκα της ήτανε μπηγμένη μια αιγκρέτα, όχι όρθια, λοξά, στο πλάι.
- 1962 Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου
- ※ Τοῦ ἔβανε πλάκα ὅλα τὰ παράσημα, τοῦ κάρφωνε στὸ τρικαντὸ καὶ τὴν αἰγκρέτα ποὺ τοῦ εἴχε χαρίσει ὁ Σουλτάνος καὶ τὸν ἔβγανε ἔξω, τὸν περιέφερε στὰ σαλόνια καὶ τὸν ἔκανε εὐτυχισμένο καὶ γελοῖο.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιγκρέτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Όροι με παρωχημένη γραφή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)