Μετάβαση στο περιεχόμενο

αιγκρέτα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιγκρέτα οι αιγκρέτες
      γενική της αιγκρέτας
    αιτιατική την αιγκρέτα τις αιγκρέτες
     κλητική αιγκρέτα αιγκρέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αιγκρέτα < (λόγιο δάνειο) γαλλική aigrette

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eˈgɾe.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιγκρέτα
Η ηθοποιός Margaret "Chick" Bolander με αιγκρέτα, 1923

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αιγκρέτα θηλυκό

  • (ενδυμασία) μη απλοποιημένη, παρωχημένη γραφή του εγκρέτα
      Τοῦ ἔβανε πλάκα ὅλα τὰ παράσημα, τοῦ κάρφωνε στὸ τρικαντὸ καὶ τὴν αἰγκρέτα ποὺ τοῦ εἴχε χαρίσει ὁ Σουλτάνος καὶ τὸν ἔβγανε ἔξω, τὸν περιέφερε στὰ σαλόνια καὶ τὸν ἔκανε εὐτυχισμένο καὶ γελοῖο.
    1939 Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία
      Στη θαλασσιά τόκα της ήτανε μπηγμένη μια αιγκρέτα, όχι όρθια, λοξά, στο πλάι.
    1962 Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]