αιγκρέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιγκρέτα | οι | αιγκρέτες |
γενική | της | αιγκρέτας | — | |
αιτιατική | την | αιγκρέτα | τις | αιγκρέτες |
κλητική | αιγκρέτα | αιγκρέτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιγκρέτα θηλυκό
- παρωχημένη γραφή του εγκρέτα μη απλοποιημένη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιγκρέτα
|