αιγοκάμηλος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιγοκάμηλος | οι | αιγοκάμηλοι |
γενική | της | αιγοκάμηλου & αιγοκαμήλου |
των | αιγοκάμηλων & αιγοκαμήλων |
αιτιατική | την | αιγοκάμηλο | τις | αιγοκάμηλους & αιγοκαμήλους |
κλητική | αιγοκάμηλε | αιγοκάμηλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιγοκάμηλος θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το λάμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιγοκάμηλος
→ δείτε τη λέξη λάμα |