αιδήμων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιδήμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰδήμων
Επίθετο
[επεξεργασία]αιδήμων, -ων, -ον
- (αρχαιοπρεπές) που διακρίνεται από αισχύνη και σεμνότητα
- ⮡ τηρεί αιδήμονα σιωπή: σιωπά από αισχύνη και σεμνότητα
- ⮡ Η αιδήμων γραφή του επωνύμου του γέρου του Μοριά «Κωλοκοτρόνης» ήταν «Κολοκοτρώνης»
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ων-ονας' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'αιδήμων' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)