αιδεσιμότατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αιδεσιμότατος | οι | αιδεσιμότατοι |
γενική | του | αιδεσιμότατου & αιδεσιμοτάτου |
των | αιδεσιμότατων & αιδεσιμοτάτων |
αιτιατική | τον | αιδεσιμότατο | τους | αιδεσιμότατους & αιδεσιμοτάτους |
κλητική | αιδεσιμότατε | αιδεσιμότατοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιδεσιμότατος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἰδεσιμότατος, υπερθετικός βαθμός του αἰδέσιμος (σεβαστός)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ðe.siˈmo.ta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐δε‐σι‐μό‐τα‐τος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιδεσιμότατος αρσενικό, (καθαρεύουσα) αἰδεσιμότατος
- (προσφώνηση, χριστιανισμός) τίτλος προσαγόρευσης για χριστιανό έγγαμο ιερέα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ αιδεσιμότατος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)