αιδημοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιδημοσύνη < (ελληνιστική κοινή) αἰδημοσύνη < αρχαία ελληνική αἰδήμων + -οσύνη< αἰδώς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιδημοσύνη θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αιδώς