αιδώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αἰδώς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αιδώς
      γενική της αιδούς
    αιτιατική την αιδώ
     κλητική αιδώ
Κατηγορία όπως «αιδώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιδώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰδώς
για τον νομικό όρο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pudeur[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐δώς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιδώς θηλυκό, μόνο στον ενικό (λόγιο)

  1. η ντροπή
    ※  Χωρὶς περίσκεψιν, χωρὶς λύπην, χωρὶς αἰδὼ
    μεγάλα κ’ ὑψηλὰ τριγύρω μου ἔκτισαν τείχη.
    Κωνσταντίνος Καβάφης, ποίημα Τείχη, στίχοι 1-2
  2. (νομικός όρος) για άσεμνες πράξεις: προσβολή αιδούς
  3. (μεταφορικά) τα απόκρυφα μέρη του σώματος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]