αιθέριος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιθέριος | η | αιθέρια | το | αιθέριο |
| γενική | του | αιθέριου | της | αιθέριας | του | αιθέριου |
| αιτιατική | τον | αιθέριο | την | αιθέρια | το | αιθέριο |
| κλητική | αιθέριε | αιθέρια | αιθέριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιθέριοι | οι | αιθέριες | τα | αιθέρια |
| γενική | των | αιθέριων | των | αιθέριων | των | αιθέριων |
| αιτιατική | τους | αιθέριους | τις | αιθέριες | τα | αιθέρια |
| κλητική | αιθέριοι | αιθέριες | αιθέρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιθέριος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰθέριος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈθe.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐θέ‐ρι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]αιθέριος, -α, -ο
- (λογοτεχνικό) που βρίσκεται ψηλά, που αναφέρεται στον αιθέρα
- (μεταφορικά)
- που είναι τόσο ελαφρύς και διαφανής, που θυμίζει τον αιθέρα
- που είναι ευχάριστος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)