αιθερολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αἰθερολόγος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αιθερολόγος οι αιθερολόγοι
      γενική του/της αιθερολόγου των αιθερολόγων
    αιτιατική τον/την αιθερολόγο τους/τις αιθερολόγους
     κλητική αιθερολόγε αιθερολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιθερολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἰθερολόγος. Συγχρονικά αναλύεται σε αιθέρ(ας) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιθερολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις αιθέρας και λέγω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]