αιθυλοβενζόλιο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιθυλοβενζόλιο ουδέτερο
- (χημεία) οργανική χημική ένωση που παράγεται κυρίως με αιθυλίωση του βενζολίου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιθυλοβενζόλιο
|