Μετάβαση στο περιεχόμενο

αιλουροειδές

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιλουροειδές τα αιλουροειδή
      γενική του αιλουροειδούς των αιλουροειδών
    αιτιατική το αιλουροειδές τα αιλουροειδή
     κλητική αιλουροειδές αιλουροειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αιλουροειδές:  δείτε αιλουροειδή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.lu.ɾo.iˈðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιλουροειδές

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αιλουροειδές ουδέτερο

  • κάθε θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο που ανήκει στην ομάδα των αιλουροειδών

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αιλουροειδές