αιλουροειδή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αιλουροειδή
      γενική των αιλουροειδών
    αιτιατική τα αιλουροειδή
     κλητική αιλουροειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιλουροειδή < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική félidés (πληθυντικός)[1] ή απόδοση για τη νεολατινική Felidae[2] · Μορφολογικά αναλύεται σε ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αιλουροειδές < αίλουρ(ος) + -ο- + -ειδές > πληθυντικός: -ειδή

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.lu.ɾo.iˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐λου‐ρο‐ει‐δή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιλουροειδή ουδέτερο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αιλουροειδή

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αιλουροειδές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]