αιματεμέσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αιματεμέσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αιματέμεση
- εναλλακτικά: αιματέμεσης
αιματεμέσεως θηλυκό