αιματηρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιματηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἱματηρός < αἷμα, αἱματ- + -ηρός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ma.tiˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐τη‐ρός
Επίθετο[επεξεργασία]
αιματηρός, -ή, -ό
- που συνοδεύεται ή χαρακτηρίζεται από μεγάλη αιματοχυσία
- ↪ αιματηρή μάχη, αιματηρή συμπλοκή, αιματηρό επεισόδιο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αίμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ηρός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)