αιματοβάφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιματοβάφω < αιματο- + βάφω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ma.toˈva.fo/

Ρήμα[επεξεργασία]

αιματοβάφω, αόρ.: αιματόβαψα, παθ.φωνή: αιματοβάφομαι, π.αόρ.: αιματοβάφτηκα/αιματοβάφηκα, μτχ.π.π.: αιματοβαμμένος

  1. (δημοτική) βάφω με αίμα
  2. (μεταφορικά) προκαλώ αιματοχυσία
  3. (μεταφορικά) δίνω κατακόκκινο χρώμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Παθητική φωνή: και αόριστος: αιματοβάφηκα.

Πηγές[επεξεργασία]