αιματοβρεγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιματοβρεγμένος < αιματο- + βρεγμένος (μετοχή παθητικού παρακειμένου του βρέχω ή μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αιματοβρέχω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.ma.to.vɾeɣˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐το‐βρεγ‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αιματοβρεγμένος, -η, -ο
- ο αιματόβρεχτος, γεμάτος αίμα
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, . - ρήμα: αιματοβρέχω