αιματόβρεκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιματόβρεκτος < → δείτε τη λέξη αιματόβρεχτος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.maˈto.vɾe.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μα‐τό‐βρεκ‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αιματόβρεκτος, -η, -ο